τραστ

τραστ
(trust). Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην αμερικανική οικονομική ζωή για να χαρακτηρίσει ένα μονοπωλιακό συνδυασμό, στον οποίο οι εταιρείες που μετείχαν εμπιστεύονταν (trusted) τις διευθυντικές εξουσίες σε μια επιτροπή, που απαρτιζόταν από τους εντολοδόχους τους: ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα τ. ήταν το Standard Oil Trust, που συγκροτήθηκε το 1882 με τη συγχώνευση πετρελαιοπαραγωγών επιχειρήσεων. Το 1890, σύμφωνα με τη νομοθεσία εναντίον των μονοπωλίων η οποία επιβλήθηκε στις ΗΠΑ (Sherman Act), οι οργανισμοί αυτοί κηρύχτηκαν παράνομοι και από τότε οι επιχειρήσεις κατέφυγαν σε άλλες μορφές συνεργασίας ή συγχώνευσης, όπως τα χόλντινγκς (holdings), τα καρτέλ, τα κονσόρτσια κλπ. Ο όρος τ. όμως έμεινε στην κοινή χρήση –και όχι μόνο στην αγγλική γλώσσα– για τον χαρακτηρισμό γενικά των μορφών συμφωνίας μεταξύ των παραγωγών, που αποβλέπουν να εξασφαλίσουν περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένα τα πλεονεκτήματα της κατάστασης του μονοπωλίου. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε αργότερα, με αρκετά διαφορετική έννοια, για τον προσδιορισμό ειδικών νομικών και οικονομικών σχέσεων, που στηρίζονται κυρίως στην πίστη: μεταξύ αυτών πρέπει vα αναφέρουμε, εξαιτίας της μεγάλης διάδοσής τους στη νεότερη οικονομία, τα investment trusts (εταιρείες επενδύσεων) που συγκεντρώνουν κεφάλαια από αποταμιευτές και φροντίζουν να τα επενδύουν για λογαριασμό τους σε μετοχές ή ομολογίες.
* * *
το, Ν
1. (οικον.) μεγάλη επιχείρηση που προκύπτει από τη συνένωση πολλών επιχειρήσεων σε μία
2. (νομ.-οικον.) μεγάλη εταιρεία νομίμως εξουσιοδοτημένη να ενεργεί ως εντολοδόχος ή διαχειριστής τών περιουσιακών στοιχείων τού αποθανόντος, ως επιτηρητής τής περιουσίας ατόμων που δεν είναι σε θέση να τήν διαχειριστούν αλλά και ως επίτροπος βάσει σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως για διάφορες συμφωνίες, παροχές ή και εκπροσωπήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trust «εμπιστοσύνη, πεποίθηση, συνδικάτο», λ. πιθ. σκανδιναβικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραστ — το άκλ. (λ. αγγλ.), συμφωνία ομοειδών επιχειρήσεων για υποστήριξη των τιμών των προϊόντων τους: Τραστ αυτοκινητοβιομηχανιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • АК Траст — Атлетический клуб Траст Полное название Τραστ Λευκωσίας Основан 1924 Расформирован 1938 Стадион Олд ЖСП Вместимость 12 000 Президент …   Википедия

  • Траст (футбольный клуб) — Атлетический клуб «Траст» Полное название Τραστ Λευκωσίας Основан 1924 Расформирован 1938 Стадион Олд ЖСП Вместимость 12 000 Президент Тренер Капитан Соревнование Че …   Википедия

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτες ενώσεις και εταιρείες — Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι Έλληνες μπορούν να συνεταιρίζονται ελεύθερα χωρίς προηγούμενη κυβερνητική άδεια, αρκεί να εφαρμόζουν τους νόμους του κράτους. Οι σκοποί όμως των ενώσεων αυτών, μολονότι αυτό δεν προβλέπεται ρητά, πρέπει να μην έρχονται… …   Dictionary of Greek

  • Ερεμπούργκ, Ιλιά Γκριγκόριεβιτς — (Ilya Grigoryevich Ehrenburg, Κίεβο 1891 – Μόσχα 1967). Ρώσος δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής. Σπούδασε στη Μόσχα και από νωρίς συνδέθηκε με τους εκεί επαναστατικούς κύκλους, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Το 1908 κατέφυγε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”